Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΚΛΟΓΕΣ

Τον γλύτωσα κυριολεκτικά κάτω απ’ τις ρόδες ενός κόκκινου αγροτικού ημιφορτηγού, που έτρεχε σαν τρελό στον κεντρικό –και μοναδικό– δρόμο του Διακοφτού. Γλυκό κανελί με άσπρο ξεχώριζε το θαμπό απ’ τη βρομιά χρώμα του. Κουλουριάστηκε σαστισμένο στην άκρη του δρόμου όπως τον ακούμπησα –δίπλα απ’ το εκλογικό κέντρο– ανάμεσα στα πυκνά γεράνια, που έπεφταν από δυο ντενεκέδες λαδιού που τις είχαν μετατρέψει σε γλάστρες. Μετά το πρώτο σοκ το μικρό σκυλί ξεθάρρεψε. Το ένοιωσα ξαφνικά να τρίβεται με ευγνωμοσύνη στα πόδια μου τρυπώνοντας κάτω απ’ το γραφείο. Από τη στιγμή εκείνη έγινε η… ουρά μου. Έγινε κι η μασκότ της παράταξης. Ο «Αρίστος» –όπως τον βάφτισα τιμής ένεκεν– μ’ ακολουθούσε από ‘κείνη την ώρα σε κάθε μου βήμα, χοροπηδώντας συνέχεια παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα πόδια μου.

Δεν ήταν και λίγες οι περιοδείες κι οι πεζοπορίες εκείνων των ημερών. Από το πρωί στο κυνήγι των ψήφων σε καφενεία, σπίτια, μαγαζιά. Οκτώβριος μήνας κι ο καιρός καλοκαίρι –καλή ώρα όπως αυτές τις μέρες– διευκόλυνε τις συγκεντρώσεις στους ανοιχτούς χώρους. Οι καφέδες, τα ούζα και τα κρασιά στην ημερήσια διάταξη. Οι υποσχέσεις συναγωνίζονταν τα κεράσματα κι οι δεσμεύσεις ακόμα πιο εύκολες κι απ’ το μοίρασμα των σταυρωμένων ψηφοδελτίων. Άσε που τα τελευταία βράδια, κάποιοι για να πάρουν τις ψήφους –όπως μου έλεγαν– «τρύπωναν και στα υπόγεια».
Είναι αλλιώς οι εκλογές στην περιφέρεια. Οι –μέχρι χτες– «Καποδιστριακοί» Δήμοι ατέλειωτοι, με σκόρπιους οικισμούς και χωριά ετερόκλιτα. Με έντονο το τοπικιστικό στοιχείο και τις αντιπαλότητες. Με τα σόγια και τις κουμπαριές. Για έναν «Αθηναίο», για έναν «ξένο» –κατά την προσφιλή έκφραση των «ντόπιων»– τα πράγματα φαίνονται πολύ διαφορετικά. Ζώντας μακριά από την μίζερη κι ανιαρή –τις περισσότερες φορές– καθημερινότητα του τόπου, μπορείς να ξεχωρίσεις με πιο καθαρό μάτι αδυναμίες και προβλήματα, αλλά και δυνατότητες κι ευκαιρίες. Οι εκλογές είναι μια ευκαιρία να δεις από κοντά και να αισθανθείς από πρώτο χέρι, τι είναι να ζεις μακριά από τα αστικά κέντρα. Εκεί που τα αυτονόητα για τους πολλούς, είναι πολυτέλειες.
Ο «Καλλικράτης» που ήρθε να συνεχίσει τη διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας, κάνει τα πράγματα ακόμα πιο απρόσωπα. Βρέθηκα προχτές και πάλι στο Διακοφτό, τίποτε δεν θυμίζει την ένταση και το πάθος εκείνων των ημερών. Καλό –από μια μεριά– αυτό, εφόσον οι κάτοικοι των χωριών έχουν τη δυνατότητα με ηρεμία να επιλέξουν τους ανθρώπους που θα αναδειχτούν στα αξιώματα και θα τους εκπροσωπήσουν στα κοινά. Το μεγάλο στοίχημα –απ’ την άλλη– είναι να κατορθώσουν αυτοί οι «μικροί» τόποι να διατηρήσουν τη φυσιογνωμία τους και ν’ αναπτυχθούν σε όφελος των τοπικών κοινωνιών, να μην μετεξελιχθούν σε φτωχούς συγγενείς των μεγάλων πόλεων-εδρών των νέων Δήμων, που σε πολλές περιπτώσεις τα οικονομικά τους μοιάζουν με βαρέλια δίχως πάτο.

Τον «Αρίστο» τον πήρα τελικά στο σπίτι. Το πρωί έξω και το βράδυ στην πίσω αυλή. Μου έκανε τις νύχτες μαρτύριο απ’ την κλάψα να τον πάρω μέσα. Γρατζουνούσε την πόρτα. Γρύλιζε. Καλά που το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού. Το μαρτύριο κράτησε μερικές νύχτες. Έβρεχε εκείνη τη Δευτέρα του 2002. Το ξύπνημα μετά την τρίτη θέση και τον αποκλεισμό απ’ τον δεύτερο γύρο βαρύ. Η συναισθηματική ένταση μεγάλη. Είχα ζήσει εκείνο το διάστημα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες της ζωής μου, αλλά και μερικές από τις πιο εφιαλτικές μου νύχτες. Τον άφησα τελικά στη Μαριάνθη, σαν τρελός έκανε. Μπήκα στ’ αυτοκίνητο με τα μάτια και το πρόσωπο μούσκεμα. Δεν καταλάβαινα αν ήταν απ’ τη βροχή, απ’ τη συγκίνηση ή απ’ όλη την ένταση και την πίεση των ημερών. Με τους υαλοκαθαριστήρες στο φουλ πάτησα γκάζι και βγήκα στην παλιά Εθνική. Οι δρόμοι μας κατάλαβα –εκ των υστέρων– πως ήταν από πάντα διαφορετικοί. Ίσως εκείνος να το είχε καταλάβει εξ αρχής…